- χρυσοποίκιλος
- -ον, ΜΑχρυσοποίκιλτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + ποικίλος (πρβλ. σιδηρο-ποίκιλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοποίκιλος — gold embroidered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοποίκιλον — χρυσοποίκιλος gold embroidered masc/fem acc sg χρυσοποίκιλος gold embroidered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοποίκιλοι — χρυσοποίκιλος gold embroidered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek